Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀκολουθ-ία

См. также в других словарях:

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • παντάναξ — ακτος, ο, θηλ. παντάνασσα, ΝΜΑ 1. βασιλέας τών πάντων, άρχοντας τού κόσμου («Υἱὲ θεοῡ παντάναξ», Ακολουθ. Μεγ Παρασκευής 2. το θηλ. (προσωνυμία τής Θεοτόκου) βασίλισσα τού σύμπαντος («ἡ παντάνασσα Μητροπάρθενος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) *… …   Dictionary of Greek

  • ραίνω — ῥαίνω ΝΜΑ περιβρέχω κάτι με ρανίδες υγρού, ιδίως νερού, ραντίζω (α. «θάλασσα τους θαλασσινούς μην τούς πολυμαραίνεις / ροδόσταμο να γίνεσαι την πόρκα τους να ραίνεις», δημ. τραγούδι β. «ἔρραναν τὸν τάφον αἱ Μυροφόροι μύρα», Ακολουθ. Μεγ.… …   Dictionary of Greek

  • υπέρμαχος — η, ο / ὑπέρμαχος, ον, ΝΜΑ πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.) νεοελλ. συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος τής ισοτιμίας τών εθνών») μσν. φίλερις*, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • χλαίνα — Oνομάζεται και χλαίνη. X. σήμαινε, στην αρχαία ελληνική, μεγάλο τετράγωνο χειμωνιάτικο ένδυμα (ιμάτιο), που το φορούσαν χαλαρά πάνω από τον χιτώνα τους μονάχα οι άντρες, όπως φορούν σήμερα οι Έλληνες χωρικοί την κάπα. Στη νέα ελληνική, χ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»