-
1 ακολουθία
ακολουθία ηцерковная служба, чинопоследование богослужения:Этим.дргр. < ακόλουθος «следующий (за), сопутствующий» -
2 ακολουθια
ἥ1) сопровождение, свита(θεραπόντων πλήθους Plat.)
2) следование, сопутствие, тж. подчинение(τοῖς πράγμασι Plat.)
3) грам. согласование4) способность логического связывания или умозаключения Sext. -
3 ακολουθία
η1) следование; 2) следствие, последствие;κατ· ακολουθίαν — следовательно;
3) сопровождающие лица; свита;4) последовательность, чередование; 5) (церковная) служба;νεκρώσιμος ακολουθία — заупокойная служба
-
4 ακολουθία
[аколутиа] ουσ θ сопровождение, последовательность, церковная служба. -
5 ασματική ακολουθία
ασματική ακολουθία ηасматическая служба – приходская служба, отличающаяся от монастырской тем, что в ней преобладает пение тропарей, а не чтение, как в монастыреΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ασματική ακολουθία
-
6 εικοσιτετράωρη ακολουθία
εικοσιτετράωρη ακολουθία ηдвадцатичетырехчасовое богослужение, неусыпное, непрерывное богослужение в монастыре, в храме. Было введено в некоторых монастырях в 5 веке монахом Александром Неусыпным, см. επταδικές ακολουθίεςΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εικοσιτετράωρη ακολουθία
-
7 αδιάλειπτος
αδιάλειπτος, -η, -οнепрестанный:η αδιάλειπτη προσευχή — непрестанная молитва, (1 Θες. 5, 17)
αδιαλείπτως προσεύχεσθε (1 Фес. 5, 17) — непрестанно молитесь;
η αδιάλειπτη ακολουθία — непрерывная служба – двадцатичетырехчасовое богослужение осуществляемое в некоторых монастырях, см. εικοσιτετράωρη ακολουθία
Этим.< α- (отриц. приставка) + διαλείπω «прекращать, оставлять»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αδιάλειπτος
-
8 τηρητικος
-
9 εσπερινός
-
10 νεκρώσιμος
ος, ο[ν] похоронный, погребальный;νεκρώσιμη ακολουθία — отпевание
-
11 εξοδιαστικό
εξοδιαστικό τοΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εξοδιαστικό
-
12 εσπερινός
Iεσπερινός, -ή, -όвечерний:IIεσπερινός οвечерня – одно из суточных богослужений, совершаемое вечером. Вечерня бывает малая, великая и вседневнаяЭтим.< дргр. < έσπερος «вечер» -
13 κοσμικός τύπος ακολουθίας
κοσμικός τύπος ακολουθίας οприходской богослужебный устав. Также называется ασματικός τύπος «асматический тип богослужения», см. ασματική ακολουθίαΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κοσμικός τύπος ακολουθίας
-
14 νεκρώσιμος
νεκρώσιμος, -η, -οпохоронный, погребальный;ΦΡ.νεκρώσιμη ακολουθία η — отпевание, последование погребения – церковная служба, состоящая из псалмов, гимнов и тропарей, которые поются на погребении христианинаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > νεκρώσιμος
-
15 νιπτήρας
νιπτήρας ο1) умывальник, рукомойник;2) Ακολουθία τού Νιπτήρος η — чинопоследование умовения ног – церковная служба, которая совершается после Божественной Литургии Страстного Четверга в воспоминание умовения ног апостолов СпасителемЭтим.< νιπτήρ, -ήρος < дргр. νίπτω «мыть» < инд. neig «мыть», санскр. nenekti «он моет». Глагол νίπτω / νίζω — употреблялся в значении «умовения частей тела (рук, ног)»
См. также в других словарях:
ἀκολουθία — ἀκολουθίᾱ , ἀκολουθία following fem nom/voc/acc dual ἀκολουθίᾱ , ἀκολουθία following fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
ακολουθία — η 1. η λογική σειρά, η συντακτική συμφωνία στο λόγο: Στην πρόταση αυτή δεν υπάρχει ακολουθία, αλλά ανακολουθία. 2. το επακολούθημα, το συμπέρασμα: Αυτή είναι η λογική ακολουθία των πραγμάτων. 3. το σύνολο αυτών που ακολουθούν κάποιον (ιεραρχικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκολουθίᾳ — ἀκολουθίαι , ἀκολουθία following fem nom/voc pl ἀκολουθίᾱͅ , ἀκολουθία following fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπανού ακολουθία — Παρωδία κατά τον τύπο των εκκλησιαστικών ακολουθιών διάφορων μεσαιωνικών κειμένων. Ο πλήρης τίτλος του είναι: Ακολουθία του ανοσίου τραγογενή σπανού του ουρίου και εξουρίου, μηνί τω αυτώ εν έτει εφέτο. Γράφτηκε μεταξύ του 13ου και του 14ου αι.… … Dictionary of Greek
ἀκολουθίας — ἀκολουθίᾱς , ἀκολουθία following fem acc pl ἀκολουθίᾱς , ἀκολουθία following fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθίαι — ἀκολουθία following fem nom/voc pl ἀκολουθίᾱͅ , ἀκολουθία following fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθίαν — ἀκολουθίᾱν , ἀκολουθία following fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθιῶν — ἀκολουθία following fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθίαις — ἀκολουθία following fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθίην — ἀκολουθία following fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)