-
1 ακλαύστους
-
2 ἀκλαύστους
См. также в других словарях:
ἀκλαύστους — ἄκλαυστος unwept masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ακλαύστους
2 ἀκλαύστους
ἀκλαύστους — ἄκλαυστος unwept masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)