-
1 ακκιζομένη
-
2 ἀκκιζομένη
См. также в других словарях:
ἀκκιζομένη — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουνιστός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να κουνιέται, να λικνίζεται 2. (για άνδρα) αυτός που κουνιέται προκλητικά καθώς περπατάει, ο θηλυπρεπής, ο κίναιδος 3. (για γυναίκα) η ακκιζόμενη, η ναζιάρα, η κουνίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από… … Dictionary of Greek