Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀκκιζομένη

См. также в других словарях:

  • ἀκκιζομένη — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουνιστός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να κουνιέται, να λικνίζεται 2. (για άνδρα) αυτός που κουνιέται προκλητικά καθώς περπατάει, ο θηλυπρεπής, ο κίναιδος 3. (για γυναίκα) η ακκιζόμενη, η ναζιάρα, η κουνίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»