Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκιδνός

См. также в других словарях:

  • ακιδνός — ἀκιδνός, ή, ὸν (Α) 1. αδύνατος, ασθενής 2. ευτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ιωνική που απαντά στον Όμηρο πάντα σε συγκριτικό βαθμό , τον Ιπποκράτη και τους Αλεξανδρινούς ποιητές είναι άγνωστης ετυμολ., όπως και πολλές άλλες λέξεις παρόμοιας σημασίας. Αν το …   Dictionary of Greek

  • ἀκιδνός — weak masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδνά — ἀκιδνός weak neut nom/voc/acc pl ἀκιδνά̱ , ἀκιδνός weak fem nom/voc/acc dual ἀκιδνά̱ , ἀκιδνός weak fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδνότερον — ἀκιδνός weak adverbial comp ἀκιδνός weak masc acc comp sg ἀκιδνός weak neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδνῶν — ἀκιδνός weak fem gen pl ἀκιδνός weak masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδνόν — ἀκιδνός weak masc acc sg ἀκιδνός weak neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδναῖς — ἀκιδνός weak fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδναί — ἀκιδνός weak fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδνοτάτοιο — ἀκιδνός weak masc/neut gen superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδνοτάτῳ — ἀκιδνός weak masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδνοτέρη — ἀκιδνός weak fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»