Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκηλίδωτος

См. также в других словарях:

  • ἀκηλίδωτος — spotless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακηλίδωτος — η, ο (Α ἀκηλίδωτος, ον) [κηλιδῶ ( ώνω)] 1. ο δίχως κηλίδες, καθαρός 2. άσπιλος, αγνός …   Dictionary of Greek

  • ακηλίδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κηλιδώθηκε, καθαρός: Το πουκάμισό του ήταν ακηλίδωτο. 2. ο καθαρός ψυχικά, άσπιλος, ανεπίληπτος: Όλη του η ζωή ήταν ακηλίδωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκηλιδωτότερον — ἀκηλίδωτος spotless adverbial comp ἀκηλίδωτος spotless masc acc comp sg ἀκηλίδωτος spotless neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηλιδώτως — ἀκηλίδωτος spotless adverbial ἀκηλίδωτος spotless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηλίδωτον — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem acc sg ἀκηλίδωτος spotless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηλιδώτου — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηλιδώτους — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηλιδώτῳ — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηλίδωτα — ἀκηλίδωτος spotless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηλίδωτοι — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»