-
1 ακηλίδωτος
-
2 ἀκηλίδωτος
-
3 ἀκηλίδωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκηλίδωτος
-
4 ακηλίδωτος
η, ο [ος, ον ] прям., перен. без пятен, чистый, незапятнанный;ακηλίδωτο παρελθόν — безупречное прошлое
-
5 ἀκηλίδωτος
-ος,-ον A 0-0-0-0-2=2 Wis 4,9; 7,26spotless; neol. -
6 ἀκηλίδωτος
-
7 ακηλιδωτότερον
ἀκηλίδωτοςspotless: adverbial compἀκηλίδωτοςspotless: masc acc comp sgἀκηλίδωτοςspotless: neut nom /voc /acc comp sg -
8 ἀκηλιδωτότερον
ἀκηλίδωτοςspotless: adverbial compἀκηλίδωτοςspotless: masc acc comp sgἀκηλίδωτοςspotless: neut nom /voc /acc comp sg -
9 ακηλιδώτως
-
10 ἀκηλιδώτως
-
11 ακηλίδωτον
-
12 ἀκηλίδωτον
-
13 ακηλιδώτου
-
14 ἀκηλιδώτου
-
15 ακηλιδώτους
-
16 ἀκηλιδώτους
-
17 ακηλιδώτω
-
18 ἀκηλιδώτῳ
-
19 ακηλίδωτα
-
20 ἀκηλίδωτα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκηλίδωτος — spotless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακηλίδωτος — η, ο (Α ἀκηλίδωτος, ον) [κηλιδῶ ( ώνω)] 1. ο δίχως κηλίδες, καθαρός 2. άσπιλος, αγνός … Dictionary of Greek
ακηλίδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κηλιδώθηκε, καθαρός: Το πουκάμισό του ήταν ακηλίδωτο. 2. ο καθαρός ψυχικά, άσπιλος, ανεπίληπτος: Όλη του η ζωή ήταν ακηλίδωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκηλιδωτότερον — ἀκηλίδωτος spotless adverbial comp ἀκηλίδωτος spotless masc acc comp sg ἀκηλίδωτος spotless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλιδώτως — ἀκηλίδωτος spotless adverbial ἀκηλίδωτος spotless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλίδωτον — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem acc sg ἀκηλίδωτος spotless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλιδώτου — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλιδώτους — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλιδώτῳ — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλίδωτα — ἀκηλίδωτος spotless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλίδωτοι — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)