-
1 ἀ-κήδεστος
ἀ-κήδεστος, dasselbe, bes. unbestattet; Hom. einmal. Iliad. 6. 60 πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατ' ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι; – Pallad. 64 (VII, 686); Ap. Rh. 2, 151; öfter bei Nonn., z. B. ἀκηδέστῳ σιωπῇ 12, 120. in traurigem Schweigen. – Adv. ἀκηδέστως, sich um Niemand kümmernd, unbarmherzig; Hom. zweimal, ἕλκειν ἀκηδέστως vom Schleifen des todten Hector Iliad. 22, 465. 24, 417; – Ep. ad. 386 (IX, 375); – sorglos, Sp. D., z. B. πίνειν Qu. Sm. 13, 6.
См. также в других словарях:
ἀκηδέστως — ἀκήδεστος uncared for adverbial ἀκήδεστος uncared for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακήδεστος — ἀκήδεστος, ον (Α) 1. αυτός για τον οποίο κανείς δεν φρόντισε 2. άθαφτος 3. επίρρ. ἀκηδέστως χωρίς φροντίδα για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. ἀκήδεστος < ἀ + κῆδος κατά τον Chantraine η λ.… … Dictionary of Greek