Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκεστής

См. также в других словарях:

  • ακεστής — ἀκεστὴς, ο (θηλ. ἀκεστρίς*) (AM) 1. γιατρός, θεραπευτής (Λυκόφρων 1052, Ευστάθ. 1254, 2) 2. αυτός που μπαλώνει σκισμένα ρούχα «ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων» (Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1, 6, 16). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστίδες] …   Dictionary of Greek

  • ἀκεστής — menders masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκέστης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεσταῖς — ἀκεστής menders masc dat pl ἀκεστός curable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεσταί — ἀκεστής menders masc nom/voc pl ἀκεστός curable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεστήν — ἀκεστής menders masc acc sg (attic epic ionic) ἀκεστός curable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκεστῶν — Ἀκέστης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεστῶν — ἀκεστής menders masc gen pl ἀκεστός curable fem gen pl ἀκεστός curable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκέστη — Ἀκέστης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκέστην — Ἀκέστης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκέστου — Ἀκέστης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»