-
1 ακεστοριη
ἡ искусство врачевания Anth. -
2 ακεστορίη
-
3 ἀκεστορίη
-
4 ακεσφοριη
См. также в других словарях:
ἀκεστορίη — ἀκεστορία the healing art fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)