-
1 ακειρεκόμαν
ἀκειρεκόμᾱν, ἀκειρεκόμηςmasc acc sg (epic doric aeolic)ἀκειρεκόμηςmasc acc sgἀκειρεκόμᾱν, ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg (epic doric aeolic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg -
2 ἀκειρεκόμαν
ἀκειρεκόμᾱν, ἀκειρεκόμηςmasc acc sg (epic doric aeolic)ἀκειρεκόμηςmasc acc sgἀκειρεκόμᾱν, ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg (epic doric aeolic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg -
3 ἀκειρεκόμας
1 with unshorn hair ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) P. 3.14 τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) I. 1.7] -
4 ἀκερσεκόμας
1 with unshorn hair, epithet of Apollo. ἀκερσεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκειρεκόμᾳ.) P. 3.14 τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον (Schr.: ἀκειρεκόμαν codd.) I. 1.7ἀκερσεκόμα πάτερ Pae. 9.45
См. также в других словарях:
ἀκειρεκόμαν — ἀκειρεκόμᾱν , ἀκειρεκόμης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀκειρεκόμης masc acc sg ἀκειρεκόμᾱν , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (epic doric aeolic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)