Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀκαύστου

  • 1 ακαύστου

    ἄκαυστος
    unburnt: masc /fem /neut gen sg
    ἀ̱καύστου, ἀκαυστόω
    make fireproof: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀκαυστόω
    make fireproof: pres imperat act 2nd sg
    ἀκαυστόω
    make fireproof: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ακαύστου

  • 2 ἀκαύστου

    ἄκαυστος
    unburnt: masc /fem /neut gen sg
    ἀ̱καύστου, ἀκαυστόω
    make fireproof: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀκαυστόω
    make fireproof: pres imperat act 2nd sg
    ἀκαυστόω
    make fireproof: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἀκαύστου

См. также в других словарях:

  • ἀκαύστου — ἄκαυστος unburnt masc/fem/neut gen sg ἀ̱καύστου , ἀκαυστόω make fireproof imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκαυστόω make fireproof pres imperat act 2nd sg ἀκαυστόω make fireproof imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροσβεστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»