-
1 ακατάτριπτος
-
2 ἀκατάτριπτος
-
3 ακατατριπτος
-
4 ἀκατάτριπτος
ἀκατά-τριπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάτριπτος
-
5 ἀκατάτριπτος
-
6 ακατάτριπτα
-
7 ἀκατάτριπτα
См. также в других словарях:
ἀκατάτριπτος — inexhaustible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάτριπτα — ἀκατάτριπτος inexhaustible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)