-
1 ακατάσχετοι
-
2 ἀκατάσχετοι
См. также в других словарях:
ἀκατάσχετοι — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek