Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκατάλυτος

См. также в других словарях:

  • ακατάλυτος — η, ο (Α ἀκατάλυτος, ον) [καταλύω] αυτός που δεν καταλύεται ο αιώνιος νεοελλ. 1. αυτός που δεν φθείρεται, ο ανθεκτικός 2. (για θρησκευτική νηστεία) η μέρα κατά την οποία δεν επιτρέπεται η κατάλυση, η κατανάλωση πασχαλινού φαγητού …   Dictionary of Greek

  • ἀκατάλυτος — ἀκατάλῡτος , ἀκατάλυτος indissoluble masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάλυτος — η, ο 1. αυτός που δεν καταργείται, αιώνιος: Υπάρχουν ορισμένες ακατάλυτες ηθικές αρχές. 2. στερεός, άφθαρτος: Το ύφασμα αυτό είναι ακατάλυτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… …   Dictionary of Greek

  • ατειρής — ἀτειρής, ές (Α) 1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός 2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ του ρ. τείρω «θλίβω,… …   Dictionary of Greek

  • ἀκαταλύτως — ἀκαταλύ̱τως , ἀκατάλυτος indissoluble adverbial ἀκαταλύ̱τως , ἀκατάλυτος indissoluble masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάλυτον — ἀκατάλῡτον , ἀκατάλυτος indissoluble masc/fem acc sg ἀκατάλῡτον , ἀκατάλυτος indissoluble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Äon (Theologie) — Der Begriff Äon stammt vom Griechischen ὁ αἰών (ho aión, aus archaischem Griechisch ὁ αἰϝών; aiwón)) und kann, je nach Zusammenhang, in dem das Wort steht, Lebenszeit, Leben, Generation, Zeit, Zeitdauer, Zeitraum und Ewigkeit bedeuten[1]. Im… …   Deutsch Wikipedia

  • άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …   Dictionary of Greek

  • άρρηκτος — η, ο (AM ἄρρηκτος, ον) ο σταθερός, ο στερεός αρχ. 1. ο άθραυστος, ο ακατάλυτος, ο σκληρός 2. ο πυκνός, ο αδιάσπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρηκτός < ρήγνυμι (πρβλ. αλίρρηκτος)] …   Dictionary of Greek

  • άφθαρτος — η, ο (AM ἄφθαρτος, ον) [φθαρτός] αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά 2. ακατάλυτος, αθάνατος, αιώνιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»