-
1 ακατάκριτος
-
2 ἀκατάκριτος
-
3 ακατακριτος
-
4 ἀκατάκριτος
ἀκατάκριτος, ον (Corpus Gloss. Lat. 2, 80) pert. to not undergoing a proper legal process, uncondemned, without due process Ac 16:37; 22:25.—DELG s.v. κρίνω. M-M. TW. -
5 ἀκατάκριτος
{прил., 2}неосужденный, без суда, не подвергавшийся судебному разбирательству (Деян. 16:37; 22:25).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκατάκριτος
-
6 ακατάκριτος
{прил., 2}неосужденный, без суда, не подвергавшийся судебному разбирательству (Деян. 16:37; 22:25).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακατάκριτος
-
7 ακατάκριτος
η, ο [ος, ον ]1) не осуждённый; 2) не обвинённый; не подвергшийся обвинению, упрёкам -
8 ἀκατάκριτος
неосужденный, без суда, не подвергшийся судебному разбирательству.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκατάκριτος
-
9 ἀκατάκριτος
ἀκατά-κρῐτος, ον,A uncondemned, Act.Ap.16.37, 22.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάκριτος
-
10 ἀκατάκριτος
-
11 ακατακρίτως
-
12 ἀκατακρίτως
-
13 ακατάκριτον
ἀκατάκριτοςuncondemned: masc /fem acc sgἀκατάκριτοςuncondemned: neut nom /voc /acc sg -
14 ἀκατάκριτον
ἀκατάκριτοςuncondemned: masc /fem acc sgἀκατάκριτοςuncondemned: neut nom /voc /acc sg -
15 ακατακρίτους
-
16 ἀκατακρίτους
-
17 ακατακρίτων
-
18 ἀκατακρίτων
-
19 ακατάκριτα
-
20 ἀκατάκριτα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκατάκριτος — uncondemned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάκριτος — η, ο (Α ἀκατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που δεν έχει καταδικαστεί 2. που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ 3. επίρρ. ἀκατακρίτως χωρίς κατάκριση, ελεύθερα, άφοβα «ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος) … Dictionary of Greek
ακατάκριτος — η, ο αυτός που δεν κατακρίθηκε, δεν κατηγορήθηκε: Για τις ενέργειές του αυτές έμεινε ακατάκριτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκατακρίτως — ἀκατάκριτος uncondemned adverbial ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάκριτον — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem acc sg ἀκατάκριτος uncondemned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακρίτους — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακρίτων — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάκριτα — ἀκατάκριτος uncondemned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάκριτοι — ἀκατάκριτος uncondemned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτοακατάκριτος — ἐρωτοακατάκριτος, η, ον (Μ) αυτός που δεν τόν έχει βασανίσει ο έρωτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ακατάκριτος] … Dictionary of Greek
ԱՆԴԱՏԱՊԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 1 0131 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ա. ἁκατάκριτος indemnis, irreprehensibilis Զոր չէ օրէն դատապարտել. անպարտ. անմեղ. եւ անստգիւտ. անպարսաւ. անարատ. ... *Զանդատապարտսն իբրեւ զդատապարտ վարեալք. Յհ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)