-
1 ακατάκαυστον
-
2 ἀκατάκαυστον
См. также в других словарях:
ἀκατάκαυστον — ἀκατάκαυστος not burnt masc/fem acc sg ἀκατάκαυστος not burnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ακατάκαυστον
2 ἀκατάκαυστον
ἀκατάκαυστον — ἀκατάκαυστος not burnt masc/fem acc sg ἀκατάκαυστος not burnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)