-
21 ακατονόμαστα
-
22 ἀκατονόμαστα
-
23 ακατονόμαστοι
-
24 ἀκατονόμαστοι
-
25 τριάς
A the number three, triad, Ion Hist.12 note, Pl. Phd. 104a, al.; on its significance in the Pythag. philosophy, v. Arist.Cael. 268a13, Metaph. 1081a34, b12; τρισσὴν.. ἐτέων τριάδα (sc. γεγονώς), i. e. nine years old, Syria 5.338 ([place name] Sidon); τ. ἡ ἀκατονόμαστος, of the mystical Man from heaven ([etym.] θεός—ἄγγελος—ἄνθρωπος παθητός), Zos.Alch.p.230 B.2 ἡ τ. group of three days,τελευτᾷ ἐν τῇ πρώτῃ τ. Thphr.Vent.49
; the third day, Ph.1.13.3 system of three strophes, Heph.p.61C.4 ἡ ἁγία T. the holy Trinity, Cod. Just.1.1.5.2, etc.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκατονόμαστος — nameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατονόμαστος — η, ο (Α ἀκατονόμαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τόν καλούμε με τ’ όνομά του 2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω τής απρέπειας ή τής αισχρότητας του «ακατονόμαστα όργια» μσν. εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ακατονόμαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κατονομάζεται, δε λέγεται με το όνομά του: Μένει ακόμη ακατονόμαστος ο υποκινητής των ασχημιών αυτών. 2. εκείνος που δεν πρέπει ή δε θέλει κανείς να αναφέρει, επαίσχυντος: Άρχισε να ξεστομίζει βρισιές ακατονόμαστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκατονομάστως — ἀκατονόμαστος nameless adverbial ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονόμαστον — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc sg ἀκατονόμαστος nameless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονομάστοις — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονομάστου — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονομάστους — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονομάστων — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονομάστῳ — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονόμαστα — ἀκατονόμαστος nameless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)