-
1 ακατηγόρητος
-
2 ἀκατηγόρητος
-
3 ακατηγορητος
-
4 ακατηγόρητος
η, ο [ος, ον ]1) не обвинявшийся, не привлекавшийся, не привлечённый к ответственности; 2) безупречный, безукоризненный -
5 ἀκατηγόρητος
ἀκατ-ηγόρητος, ον,A not accused, PTeb. 5.47 (ii B. C.), Sammelb. 343 ([place name] Alexandria), D.S.11.46, J.AJ17.11.3, BGU183.8 (i A. D.); blameless, Phalar.Ep.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατηγόρητος
-
6 ἀκατηγόρητος
ἀ-κατ-ηγόρητος, unangeklagt; tadellos--------------------------------ἀ-κατ-ηγόρητος, unangeklagt; tadellos -
7 ακατηγορήτως
-
8 ἀκατηγορήτως
-
9 ακατηγόρητον
ἀκατηγόρητοςnot accused: masc /fem acc sgἀκατηγόρητοςnot accused: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀκατηγόρητον
ἀκατηγόρητοςnot accused: masc /fem acc sgἀκατηγόρητοςnot accused: neut nom /voc /acc sg -
11 ακατηγορητότεροι
-
12 ἀκατηγορητότεροι
-
13 ακατηγορήτους
-
14 ἀκατηγορήτους
-
15 ακατηγόρητα
-
16 ἀκατηγόρητα
-
17 ακατηγόρητοι
-
18 ἀκατηγόρητοι
См. также в других словарях:
ἀκατηγόρητος — not accused masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατηγόρητος — η, ο (Α ἀκατηγόρητος, ον) [κατηγορῶ] 1. αυτός που δεν έχει κατηγορηθεί για κάτι 2. που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, άψογος, άμεμπτος … Dictionary of Greek
ακατηγόρητος — η, ο αυτός που δεν κατηγορήθηκε, άμεμπτος: Ήταν άνθρωπος τίμιος κι ακατηγόρητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκατηγορήτως — ἀκατηγόρητος not accused adverbial ἀκατηγόρητος not accused masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατηγόρητον — ἀκατηγόρητος not accused masc/fem acc sg ἀκατηγόρητος not accused neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατηγορητότεροι — ἀκατηγόρητος not accused masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατηγορήτους — ἀκατηγόρητος not accused masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατηγόρητα — ἀκατηγόρητος not accused neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατηγόρητοι — ἀκατηγόρητος not accused masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάβλητος — η, ο (Α ἀδιάβλητος, ον) 1. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν συκοφαντήθηκε 2. που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβάλλει, απρόσβλητος από συκοφαντίες, ακατηγόρητος ανεπίληπτος αρχ. αυτός που δεν δίνει προσοχή στις συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + … Dictionary of Greek
αδιαλάλητος — η, ο [διαλαλώ] 1. αυτός που δεν διαλαλήθηκε, που δεν κοινολογήθηκε, ο αγνωστοποίητος 2. ασυκοφάντητος, ακατηγόρητος … Dictionary of Greek