Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκατηγόρητος

См. также в других словарях:

  • ἀκατηγόρητος — not accused masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατηγόρητος — η, ο (Α ἀκατηγόρητος, ον) [κατηγορῶ] 1. αυτός που δεν έχει κατηγορηθεί για κάτι 2. που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, άψογος, άμεμπτος …   Dictionary of Greek

  • ακατηγόρητος — η, ο αυτός που δεν κατηγορήθηκε, άμεμπτος: Ήταν άνθρωπος τίμιος κι ακατηγόρητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκατηγορήτως — ἀκατηγόρητος not accused adverbial ἀκατηγόρητος not accused masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατηγόρητον — ἀκατηγόρητος not accused masc/fem acc sg ἀκατηγόρητος not accused neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατηγορητότεροι — ἀκατηγόρητος not accused masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατηγορήτους — ἀκατηγόρητος not accused masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατηγόρητα — ἀκατηγόρητος not accused neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατηγόρητοι — ἀκατηγόρητος not accused masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάβλητος — η, ο (Α ἀδιάβλητος, ον) 1. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν συκοφαντήθηκε 2. που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβάλλει, απρόσβλητος από συκοφαντίες, ακατηγόρητος ανεπίληπτος αρχ. αυτός που δεν δίνει προσοχή στις συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + …   Dictionary of Greek

  • αδιαλάλητος — η, ο [διαλαλώ] 1. αυτός που δεν διαλαλήθηκε, που δεν κοινολογήθηκε, ο αγνωστοποίητος 2. ασυκοφάντητος, ακατηγόρητος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»