-
1 ακαταστασια
ἥ1) непостоянство, беспокойный характер, неустойчивость(ἀ. καὴ μανία Polyb.)
2) смятение, волнение(ἀ. καὴ ταραχή Polyb.)
-
2 ἀκαταστασία
{сущ., 5}1. непостоянство, неустойчивость;2. смятение, волнение, беспокойство;3. неустройство, беспорядок.Ссылки: Лк. 21:9; 1Кор. 14:33; 2Кор. 6:5; 12:20; Иак. 3:16.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκαταστασία
-
3 ακαταστασία
{сущ., 5}1. непостоянство, неустойчивость;2. смятение, волнение, беспокойство;3. неустройство, беспорядок.Ссылки: Лк. 21:9; 1Кор. 14:33; 2Кор. 6:5; 12:20; Иак. 3:16.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακαταστασία
-
4 ακαταστασία
η1) беспорядок, неразбериха; бессистемность; 2) неустойчивость (погоды) -
5 ἀκαταστασία
1. непостоянство, неустойчивость; 2. смятение, волнение, беспокойство; 3. неустройство, беспорядок.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκαταστασία
-
6 ἀκαταστασία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκαταστασία
-
7 ακαταστασία
[акатасгасиа] ουσ θ неустойчивость, беспорядок. -
8 181
{сущ., 5}1. непостоянство, неустойчивость;2. смятение, волнение, беспокойство;3. неустройство, беспорядок.Ссылки: Лк. 21:9; 1Кор. 14:33; 2Кор. 6:5; 12:20; Иак. 3:16.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 181
См. также в других словарях:
ἀκαταστασία — ἀκαταστασίᾱ , ἀκαταστασία instability fem nom/voc/acc dual ἀκαταστασίᾱ , ἀκαταστασία instability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίᾳ — ἀκαταστασίᾱͅ , ἀκαταστασία instability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταστασία — η (Α ἀκαταστασία) [ἀκατάστατος] ανωμαλία, ταραχή, αναρχία νεοελλ. η έλλειψη τάξης, η αταξία αρχ. 1. η ανικανότητα για ορθοστασία «τοῡ σώματος ἀκαταστασία» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121) 2. η αστάθεια, η ελαφρότητα τού χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, Πολ. 7 … Dictionary of Greek
ακαταστασία — η κακή κατάσταση, αταξία: Σ αυτό το σπίτι υπάρχει μεγάλη ακαταστασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταστασίας — ἀκαταστασίᾱς , ἀκαταστασία instability fem acc pl ἀκαταστασίᾱς , ἀκαταστασία instability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασί' — ἀκαταστασίᾱͅ , ἀκαταστασία instability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίαι — ἀκαταστασίᾱͅ , ἀκαταστασία instability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίαν — ἀκαταστασίᾱν , ἀκαταστασία instability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίαις — ἀκαταστασία instability fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίη — ἀκαταστασία instability fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίης — ἀκαταστασία instability fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)