Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκατάγνωστος

См. также в других словарях:

  • ακατάγνωστος — ἀκατάγνωστος, ον (AM) [καταγιγνώσκω] 1. ακατηγόρητος, ακαταδίκαστος 2. αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο ανεπίληπτος επίρρ. ἀκαταγνώστως κατά τρόπο ανεπίληπτο, αλλά και χωρίς εξαίρεση …   Dictionary of Greek

  • ἀκατάγνωστος — not to be condemned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταγνώστως — ἀκατάγνωστος not to be condemned adverbial ἀκατάγνωστος not to be condemned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάγνωστον — ἀκατάγνωστος not to be condemned masc/fem acc sg ἀκατάγνωστος not to be condemned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταγνώστοις — ἀκατάγνωστος not to be condemned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταγνώστου — ἀκατάγνωστος not to be condemned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταγνώστους — ἀκατάγνωστος not to be condemned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταγνώστων — ἀκατάγνωστος not to be condemned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταγνώστῳ — ἀκατάγνωστος not to be condemned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάγνωστα — ἀκατάγνωστος not to be condemned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάγνωστοι — ἀκατάγνωστος not to be condemned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»