Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκανθο-βάτις

См. также в других словарях:

  • μορτοβάτη — και μορτοβάτις, ἡ (Α) (για τη βάρκα τού Χάρωνος) αυτή που επιβαίνεται, που πατιέται από τους νεκρούς («μορτοβάτιν ἀνθρωποβάτιν ναῡν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορτός + βάτη / βάτις (< βαίνω), πρβλ. ακανθο βάτις, καται βάτις] …   Dictionary of Greek

  • ονοβάτις — ὀνοβάτις, ἡ (Α) γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι αυτό καθισμένη πάνω σε όνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + βάτις (θηλ. τ. τού βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθο βάτις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»