-
1 ἀκανθοβάτης
A walking among thorns, nickname of grammarians, AP11.322 (Antiphan.): —fem. [suff] ἀκανθο-βάτις, ιδος, ib.7.198 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθοβάτης
См. также в других словарях:
ονοβάτις — ὀνοβάτις, ἡ (Α) γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι αυτό καθισμένη πάνω σε όνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + βάτις (θηλ. τ. τού βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθο βάτις] … Dictionary of Greek