Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκανθοστεφής

См. также в других словарях:

  • ακανθοστεφής — ές (Α ἀκανθοστεφής) στεφανωμένος με αγκάθια, αυτός που φοράει ακάνθινο στέφανο αρχ. (ψάρι) με αγκάθια στη ράχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + στεφὴς < στέφος «στεφάνι, στέμμα»] …   Dictionary of Greek

  • ἀκανθοστεφῆ — ἀκανθοστεφής prickle backed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκανθοστεφής prickle backed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκανθοστεφής prickle backed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»