-
1 ακαμαντομαχης
См. также в других словарях:
ἀκαμαντομάχαι — ἀκαμαντομάχης masc nom/voc pl ἀκαμαντομάχᾱͅ , ἀκαμαντομάχης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαμαντομάχας — ἀκαμαντομάχας και ἀκαμαντομάχης, ο (Α) ο ακάματος, ακούραστος στη μάχη «ἀκαμαντομάχαι Ζηνὸς υἱοὶ» (Πινδ. Πυθ. 4, 171). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + μάχας < μάχη] … Dictionary of Greek