-
1 ἈΚαλός
-
2 ἀκαλός
ἀκαλός, sanft, ruhig -
3 ἀκαλαρ-ρείτης
ἀκαλαρ-ρείτης, sanft fließend, ἀκαλός u. ῥέω, Hom. zweimal, Iliad. 7, 422 Od. 19, 434 ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας (,) ἐξ ἀκαλαρρείταο βαϑυρρόου Ὠκεανοῖο (οὐρανὸν εἰσανιών); – Orph. Arg. 1055 ἀκαλαρρείτης τε Σαράγγης.
-
4 ὰκέων
ὰκέων, still, ruhig, schweigend; Hom. siebzehnmal; Iliad. 1. 34 βῆ δ' ακέων (Chryses); 1. 512 ακέων δὴν ἧστο (Zeus); 10. 85 φϑέγγεο, μηδ' ἀκέων ἐπ ἔμ ἔργεο (Agamemnon); Od 9. 427 τοὺς ἀκέων συνέεργ (Odysseus); 10. 52 ἦ ἀκέων τλαίην (Odysseus); 14, 110 ἤσϑιε πῖνέ τε οἶνον αρπαλέως ἀκέων (Odysseus); 17. 465. 491. 20, 184 ἀκέων κίνησε κάρη (Odysseus, Telemachus); 20. 385 ἀκέων πατέρα προσεδέρκετο (Telemachus); 14, 195 δαίνυσϑαι ἀκέοντε (Odisseus u. Eumäus); 11. 142 ἡ δ' ἀκέουσ' ἧσται σχεδὸναἵματος; Iliad. 1. 565 ἀλλ' ἀκέουσα κάϑησο: 569 ἀκέουσα καϑῆστο; 4, 22. 8, 459 Ἀϑηναίη ἀκέων ἦν; Od. 21. 89 αλλ' ακέων δαίνυσϑε καϑήμενοι; – Apoll. Rhod. 3, 85 ἀκέουσα, 1, 765 optat. ἀκέοις. – Buttmann Lexil. 1, 11 ff meint, ἀκέων sei ursprünglich adverbial gebrauchtes neutr. von ἄκαος, schweigend (α priv. u. χαίνω). nach der 2. Att. Decl., also eigentl. ἄκεων = ἄκαον; mißverständlich sei dann das Wort für, in, mascul. adject. (particip.) angesehen worden, so daß man die Formen ἀκέου σα, ἀκέοντε, ἀκέοις bildete. Aristarch hielt ἀκέων für mascul.; Scholl. Aristonic. Iliad. 4. 22 ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἀκέων. ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀκέουσα ἐξενήνεκται· οὐ γάρ ἐστιν ἀντὶ τοῠ ἡσύχως; derselbe 8, 459 Ἀϑηναίη ἀκέων ἦν: ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῠ ἀκέουσα. Vgl. ἀκήν, ἀκᾶ, ἀκαλός – Iliad. 1, 34 schrieb Zenodot ἀχέων, s. Aristonic Scholl.; Od. 10, 52 v. l. ἀέκων Scholl.
-
5 ἦκα
ἦκα (vgl. ἤκιστος u. ἥσσων, ἣκιστος, verwandt mit ἀκήν, ἀκαλός, s. Buttm. Lexil. I p. 13. 301), schwach, nicht stark, ἦκα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, sie sprachen leise zu einander, Il. 3, 155; von der Bewegung, unmerklich, ein wenig, ἦκ' ἐπ' ἀριστερά, ein wenig zur Linken, 23, 336; ἦκα παρακλίνας κεφαλήν, den Kopf ein wenig auf die Seite neigend, Od. 20, 301; τοὺς μὲν λίπεν αὐτοῦ ἦκα κιόντας, langsam gehend, 17, 254; ἁψάμενος δ' ἄρα χειρὸς ἀπώσατο ἦκα γέροντα, er stieß ihn sanft zurück, Il. 24, 508; ἠέ μιν ἦκ' ἐλάσειε, ob er ihm einen leichten Schlag gebe, Od. 18, 92; ἦκα μάλα ψύξασα Il. 20, 440, mit gelindem, sanftem Hauche kühlend; χιτῶνας – ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ 18, 595, vom Oel, sanft glänzend; ἦκ' ἐπιμειδήσας, mild anlächelnd, Hes. Th. 547; sp. D., ἦκα μέλαν Opp. Cyn. 3, 39; ἦκα μαραίνεσϑαι Hal. 2, 66; in der Anth. auch von der Zeit, allmälig, nach und nach, Jacobs Anth. Pal. p. 116.
См. также в других словарях:
ακαλός — ἀκαλός, ή, ὸν (AM) ήσυχος, ειρηνικός, πράος (ποταμός) «ἀκαλὰ προρέων» (Ησίοδ. απ. 218) ήρεμο, αθόρυβο (ποτάμι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκὴ «ησυχία, γαλήνη, σιγαλιά» + αλὸς (πρβλ. ομαλός, απαλός)] … Dictionary of Greek
ἀκαλός — peaceful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλά — ἀκαλός peaceful neut nom/voc/acc pl ἀκαλά̱ , ἀκαλός peaceful fem nom/voc/acc dual ἀκαλά̱ , ἀκαλός peaceful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλόν — ἀκαλός peaceful masc acc sg ἀκαλός peaceful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλή — ἀκαλός peaceful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλήν — ἀκαλός peaceful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλῶς — ἀκαλός peaceful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήκαλος — ἤκαλος, ον (Α) ακαλός*, ήσυχος, ειρηνικός, πράος, ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ακαλός*] … Dictionary of Greek
ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… … Dictionary of Greek
ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… … Dictionary of Greek
ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] … Dictionary of Greek