-
1 ακαλλιερητος
См. также в других словарях:
ακαλλιέρητος — ἀκαλλιέρητος, ον (Α) [καλλιερῶ] ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς «ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131) … Dictionary of Greek
ἀκαλλιέρητος — not accepted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιέρητον — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem acc sg ἀκαλλιέρητος not accepted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιερήτους — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιερήτων — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιέρητα — ἀκαλλιέρητος not accepted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)