-
1 ακακία
ἀκακίᾱ, ἀκακίαshittah tree: fem nom /voc /acc dualἀκακίᾱ, ἀκακίαshittah tree: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀκακίαι, ἀκακίαshittah tree: fem nom /voc plἀκακίᾱͅ, ἀκακίαshittah tree: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ακακια
-
3 ἀκακία
ἀκακία (A), ἡ,A shittah tree, Acacia arabica, Dsc.1.101, Aret. CD2.6.II = Genista acanthoclada. Dsc. l.c.------------------------------------ -
4 ἀκακία
-
5 ἀκακία
-
6 ἀκακία
Grammatical information: f.Meaning: name of a tree or plant, `acacia' or Geista acanthoclada (Dsc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Substr. word, cf. ἀκακαλίς. Fur. 321 compares κάκτος. There is no reason for oriental origin, as per DELG, except Kramer ZPE 97 (1993) 146, who compares Coptic κακε, κεκε, κεκει `dark', the colour of the wood of the acacia; the α- from ἄκανθος (but why?).Page in Frisk: 1,50Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀκακία
-
7 ἀκακία
ἀκακία, ας, ἡ state of not being inclined to that which is base, innocence, guilelessness (Aristot. et al.; Diog. L. 4, 19; LXX) 1 Cl 14:5 (Ps 36:37) ἀ. ἀσκεῖν Papias (8); w. ἁπλότης (Philo, Op. M. 156; 170; TestIss 5:1) Hv 1, 2, 4; 2, 3, 2; 3, 9, 1. ἐνδύσασθαι ἀκακίαν put on innocence (opp. αἴρειν τ. πονηρίαν) Hs 9, 29, 3; personif. as a Christian virtue v 3, 8, 5; 7; Hs 9, 15, 2. -
8 ἀκακία
Βλ. λ. ακακία -
9 ἀκακίᾳ
Βλ. λ. ακακία -
10 ακακία
η акация -
11 ἀκακία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-12-2=14 Ps 7,9; 25(26),1.11; 36(37),37; 40(41),13guilelessness, innocence, integrity -
12 ακακία
[акакиа] ουσ θ (βιολ) акация. -
13 ακακία
[акакиа] ουσ θ незлобливость, безобидность. -
14 ακακία
actualisation -
15 ακακία
akacja (f) rzecz. -
16 ακακίας
ἀκακίᾱς, ἀκακίαshittah tree: fem acc plἀκακίᾱς, ἀκακίαshittah tree: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ἀκακίας
ἀκακίᾱς, ἀκακίαshittah tree: fem acc plἀκακίᾱς, ἀκακίαshittah tree: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 ακακίαι
ἀκακίαshittah tree: fem nom /voc plἀκακίᾱͅ, ἀκακίαshittah tree: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 ἀκακίαι
ἀκακίαshittah tree: fem nom /voc plἀκακίᾱͅ, ἀκακίαshittah tree: fem dat sg (attic doric aeolic) -
20 ακακίαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκακία — ἀκακίᾱ , ἀκακία shittah tree fem nom/voc/acc dual ἀκακίᾱ , ἀκακία shittah tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακίᾳ — ἀκακίαι , ἀκακία shittah tree fem nom/voc pl ἀκακίᾱͅ , ἀκακία shittah tree fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
ακακία — η δέντρο ανθοφόρο διακοσμητικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκακίας — ἀκακίᾱς , ἀκακία shittah tree fem acc pl ἀκακίᾱς , ἀκακία shittah tree fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακίαι — ἀκακία shittah tree fem nom/voc pl ἀκακίᾱͅ , ἀκακία shittah tree fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακίαν — ἀκακίᾱν , ἀκακία shittah tree fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακιῶν — ἀκακία shittah tree fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακίη — ἀκακία shittah tree fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακίης — ἀκακία shittah tree fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)