-
1 ακαιροτέρως
-
2 ἀκαιροτέρως
См. также в других словарях:
ἀκαιροτέρως — ἄκαιρος ill timed masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ακαιροτέρως
2 ἀκαιροτέρως
ἀκαιροτέρως — ἄκαιρος ill timed masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)