-
1 ακαθοσίωτος
-
2 ἀκαθοσίωτος
-
3 ἀκαθοσίωτος
ἀκᾰθ-οσίωτος, ον,A unpurified, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαθοσίωτος
-
4 ακαθοσιώτως
-
5 ἀκαθοσιώτως
-
6 ακαθοσίωτον
-
7 ἀκαθοσίωτον
-
8 ακαθοσιώτω
-
9 ἀκαθοσιώτῳ
-
10 ακαθοσιώτων
-
11 ἀκαθοσιώτων
См. также в других словарях:
ἀκαθοσίωτος — unpurified masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαθοσίωτος — η, ο (Μ ἀκαθοσίωτος, ον) [καθοσιῶ] νεοελλ. ο ακαθαγίαστος* μσν. ο μη εξαγνισμένος … Dictionary of Greek
ἀκαθοσιώτως — ἀκαθοσίωτος unpurified adverbial ἀκαθοσίωτος unpurified masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθοσίωτον — ἀκαθοσίωτος unpurified masc/fem acc sg ἀκαθοσίωτος unpurified neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθοσιώτων — ἀκαθοσίωτος unpurified masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθοσιώτῳ — ἀκαθοσίωτος unpurified masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)