-
1 ακέρατος
-
2 ἀκέρατος
-
3 ακερατος
-
4 ἀκέρατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκέρατος
-
5 ἀκέρατος
-
6 ακερος
-
7 ακερως
-
8 ακερωτος
-
9 aceratos
aceratos, on (ἀκέρατος), ungehörnt, praeterea sunt (cochleae), quae aceratoe vocantur, Plin. 30, 46.
-
10 aceratus
[st1]1 [-] ăcĕrătus, a, um (ăcĕrătŏs, ŏn): qui n'a pas de cornes. --- Plin. 30, 46. - [gr]gr. ἀκέρατος. [st1]2 [-] ăcĕrātus, a, um [acus,eris]: mêlé de paille. --- Lucil. 325; Non. 445. -
11 безрогий
безрогийприл ἀκερος, ἀκέρατος. -
12 ακεράτοις
-
13 ἀκεράτοις
-
14 ακεράτου
-
15 ἀκεράτου
-
16 ακεράτους
-
17 ἀκεράτους
-
18 ακεράτων
-
19 ἀκεράτων
-
20 ακέρατα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ακέρατος — ακέρατος, η, ο και άκερος, η, ο (για ζώα), αυτός που δεν έχει κέρατα· (για έντομα), αυτός που δεν έχει κεραίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκέρατος — without horns masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέρατος — η, ο (Α ἀκέρατος, ον) [κέρας] 1. αυτός που δεν έχει κέρατα (για ζώα) ή δεν έχει κεραίες (για έντομα) … Dictionary of Greek
ἀκεράτοις — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεράτου — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεράτους — ἀκέρατος without horns masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεράτων — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέρατα — ἀκέρατος without horns neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέρατοι — ἀκέρατος without horns masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek