-
1 ακάμπτοις
-
2 ἀκάμπτοις
-
3 ἄκαμπτος
1 unflinching, inflexibleμορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ I. 4.53
[ βουλαῖς ἀκάμπτοις (Hermann: ἀκνάμπτοις, ἀκάμποις codd.) P. 4.72]. -
4 ἄκναμπτος
ᾰκναμπτος, -ον1 inflexible, unflinching βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v. l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) P. 4.72 ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα... ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.
См. также в других словарях:
ἀκάμπτοις — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)