-
1 Αθώων
-
2 Ἀθῴων
-
3 Αθώων
-
4 Ἀθώων
-
5 αθωών
ἀθῳόωto hold guiltless: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἀθῳόωto hold guiltless: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἀθῳόωto hold guiltless: pres part act masc nom sgἀθῳόωto hold guiltless: pres inf act (doric) -
6 ἀθῳῶν
ἀθῳόωto hold guiltless: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἀθῳόωto hold guiltless: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἀθῳόωto hold guiltless: pres part act masc nom sgἀθῳόωto hold guiltless: pres inf act (doric) -
7 αθώων
ἀθῴ̱ων, ἀθῷοςscot-free: masc /fem /neut gen plἀ̱θῴων, ἀθῳόωto hold guiltless: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱θῴων, ἀθῳόωto hold guiltless: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀθῳόωto hold guiltless: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀθῳόωto hold guiltless: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
8 ἀθῴων
ἀθῴ̱ων, ἀθῷοςscot-free: masc /fem /neut gen plἀ̱θῴων, ἀθῳόωto hold guiltless: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱θῴων, ἀθῳόωto hold guiltless: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀθῳόωto hold guiltless: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀθῳόωto hold guiltless: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀθῳῶν — ἀθῳόω to hold guiltless pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀθῳόω to hold guiltless pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀθῳόω to hold guiltless pres part act masc nom sg ἀθῳόω to hold guiltless pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθῴων — Ἄθῳος fem gen pl Ἄθῳος masc/neut gen pl Ἀθῷος fem gen pl Ἀθῷος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθῴων — ἀθῴ̱ων , ἀθῷος scot free masc/fem/neut gen pl ἀ̱θῴων , ἀθῳόω to hold guiltless imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱θῴων , ἀθῳόω to hold guiltless imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀθῳόω to hold guiltless imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθώων — Ἄθῳος fem gen pl Ἄθῳος masc/neut gen pl Ἀθῶος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μπρουνελέσκι, Φιλίπο — (Filippo Brunelleschi, Φλωρεντία 1377 – 1446). Ιταλός αρχιτέκτονας που άνοιξε νέους δρόμους στην τέχνη και έγινε το σύμβολο της απαρχής της αναγεννησιακής εποχής. Ξεκίνησε ως χρυσοχόος και γλύπτης. Τα έργα του στους τομείς αυτούς δεν… … Dictionary of Greek
неповиньныи — (111) пр. Невинный, невиновный: б҃ъ же ѥдинъ... всѧ вы... ѹстроить въ всѧко дѣло бл҃го. несъвратьны. непорочьны. неповиньны (ἀνεγκλήτους) ΚΕ XII, 20б; правило ст҃го васили˫а. ре(ч) нѹжею бывающа˫а тли неповиньны бывають. КН 1280, 515г; Преже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения … Википедия
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek