-
1 Αθώω
-
2 Ἀθῴῳ
-
3 αθωώ
-
4 ἀθῳῶ
-
5 αθώω
-
6 ἀθῴῳ
См. также в других словарях:
ἀθῳῶ — ἀθῳόω to hold guiltless pres subj act 1st sg ἀθῳόω to hold guiltless pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθῴῳ — Ἄθῳος masc/neut dat sg Ἀθῷος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθῴῳ — ἀθῴ̱ῳ , ἀθῷος scot free masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθωώνω — (Α ἀθῳώ, όω) απαλλάσσω κάποιον από κατηγορία, τόν κηρύσσω αθώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αθωώνω, μεταπλασμένος ενεστ. τ. τού ἀθῳόω < ἀθῷος. ΠΑΡ. ἀθῷωσις νεοελλ. αθωωτής] … Dictionary of Greek
αθώος — α, ο (Α ἀθῷος, ον, και ῷος, α, ον) 1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος 2. ο ανεύθυνος για κάτι νεοελλ. αγαθός, αφελής, απονήρευτος αρχ. 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος 2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν… … Dictionary of Greek
αθώωση — η (AM ἀθῴωσις) απαλλαγή κάποιου από κατηγορία, αναγνώριση τής αθωότητάς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀθῳῶ ( όω), νεοελλ. αθωώνω] … Dictionary of Greek