-
1 αθαλάμευτος
-
2 ἀθαλάμευτος
-
3 ἀθαλάμευτος
ἀθᾰλάμευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθαλάμευτος
-
4 αθαλαμεύτου
-
5 ἀθαλαμεύτου
См. также в других словарях:
αθαλάμευτος — ἀθαλάμευτος, ον (Α) [θαλαμεύω] αυτός που δεν γνώρισε νυφικό θάλαμο, άγαμος … Dictionary of Greek
ἀθαλάμευτος — unwedded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαλαμεύτου — ἀθαλάμευτος unwedded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)