-
1 αθετως
1) не по закону, беззаконно(κρατύνειν Aesch.)
2) неподходяще, неподобающеἀ. ἔχειν πρός τι Plut. — не годиться для чего-л.
-
2 αθέτως
-
3 ἀθέτως
-
4 ἄ-θετος
ἄ-θετος, 1) nicht gesetzt, dem ϑετός entgegengesetzt, Arist. Anal. post. 1, 23; = ἀποίητος, Posidipn. B. A. 350. – 2) zu verwerfen, Polyb. 17, 9, 10. Dah. ungeeignet, unpassend, πρός τι Diod. S. 11, 15; ebenso ἀϑέτως ἔχειν πρός τι Plut. Symp. 7, 10, 2. – Bei Aesch. Pr. 150 ἀϑέτως κρατὐνει Ζεύς, ungesetzlich.
-
5 συγκατατεθειμένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκατατεθειμένως
См. также в других словарях:
ἀθέτως — ἄθετος without position adverbial ἄθετος without position masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθετος — η, ο (Α ἄθετος, ον) νεοελλ. ατοποθέτητος αρχ. 1. ο δίχως θέση ή τόπο 2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος 3. επίρρ. ἀθέτως παράνομα, δεσποτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θετός < τίθημι. ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία] … Dictionary of Greek