Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθέτως

См. также в других словарях:

  • ἀθέτως — ἄθετος without position adverbial ἄθετος without position masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθετος — η, ο (Α ἄθετος, ον) νεοελλ. ατοποθέτητος αρχ. 1. ο δίχως θέση ή τόπο 2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος 3. επίρρ. ἀθέτως παράνομα, δεσποτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θετός < τίθημι. ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»