-
1 αθελεος
-
2 θελεος
См. также в других словарях:
αθέλεος — ἀθέλεος, ον (Α) [θέλεος] αθέλητος, ακούσιος, εκών άκων … Dictionary of Greek
ἀθέλεος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλεος — θέλεος, ον (Α) αυτός που θέλει, εκών, πρόθυμος («θέλεος ἀθέλεος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < εθέλω, η διαδικασία παραγωγής όμως δέν είναι σαφής. Ίσως αναλογικά προς τα επίθ. σε εος] … Dictionary of Greek