Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀθέλεος

См. также в других словарях:

  • αθέλεος — ἀθέλεος, ον (Α) [θέλεος] αθέλητος, ακούσιος, εκών άκων …   Dictionary of Greek

  • ἀθέλεος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλεος — θέλεος, ον (Α) αυτός που θέλει, εκών, πρόθυμος («θέλεος ἀθέλεος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < εθέλω, η διαδικασία παραγωγής όμως δέν είναι σαφής. Ίσως αναλογικά προς τα επίθ. σε εος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»