Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθωράκιστος

См. также в других словарях:

  • αθωράκιστος — αθωράκιστος, η, ο και αθωράκωτος, η, ο αυτός που δεν έχει θώρακα: Σε ορισμένα σημεία το πλοίο ήταν αθωράκιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθωράκιστος — without breastplate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθωράκιστος — η, ο (Α ἀθωράκιστος, ον) [θωρακίζω] αυτός που δεν φοράει θώρακα, που δεν προστατεύεται από πανοπλία νεοελλ. αυτός που δεν έχει χαλύβδινη προστατευτική επένδυση, «πλοίο αθωράκιστο» …   Dictionary of Greek

  • ἀθωρακίστως — ἀθωράκιστος without breastplate adverbial ἀθωράκιστος without breastplate masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθωράκιστον — ἀθωράκιστος without breastplate masc/fem acc sg ἀθωράκιστος without breastplate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθωρακίστους — ἀθωράκιστος without breastplate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθωράκωτος — η, ο [θωρακωτός] (για πλοία) αυτός που δεν έχει χαλύβδινη προστατευτική επένδυση, βλ. αθωράκιστος …   Dictionary of Greek

  • αθώρηκτος — (I) ἀθώρηκτος, ον (Α) [θωρήσσω (Ι)] ο χωρίς θώρακα, αθωράκιστος. (II) ἀθώρηκτος, ον (Α) [θωρήσσω (ΙΙ)] αυτός που δεν είναι πιωμένος, αμέθυστος, νηφάλιος …   Dictionary of Greek

  • ακατάφρακτος — η, ο και ακατάφραχτος 1. εκείνος που δεν έχει περιφραχτεί, άφραχτος 2. που δεν έχει οχυρωθεί εντελώς, ο ανοχύρωτος, ο άθωράκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατάφρακτος < καταφράσσω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»