-
1 αθωράκιστος
-
2 ἀθωράκιστος
-
3 αθωρακιστος
-
4 ἀθωράκιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθωράκιστος
-
5 αθωράκιστος
η, ο [ος, ον ], αθωράκωτος, ος, ον не бронированный, не покрытый бронёй -
6 ἀθωράκιστος
ἀ-θωράκιστος, nicht gepanzert. -
7 αθωράκιστος
zırhsız, zırhlanmamış -
8 αθωρακίστως
ἀθωράκιστοςwithout breastplate: adverbialἀθωράκιστοςwithout breastplate: masc /fem acc pl (doric) -
9 ἀθωρακίστως
ἀθωράκιστοςwithout breastplate: adverbialἀθωράκιστοςwithout breastplate: masc /fem acc pl (doric) -
10 αθωράκιστον
ἀθωράκιστοςwithout breastplate: masc /fem acc sgἀθωράκιστοςwithout breastplate: neut nom /voc /acc sg -
11 ἀθωράκιστον
ἀθωράκιστοςwithout breastplate: masc /fem acc sgἀθωράκιστοςwithout breastplate: neut nom /voc /acc sg -
12 αθωρακίστους
-
13 ἀθωρακίστους
См. также в других словарях:
αθωράκιστος — αθωράκιστος, η, ο και αθωράκωτος, η, ο αυτός που δεν έχει θώρακα: Σε ορισμένα σημεία το πλοίο ήταν αθωράκιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθωράκιστος — without breastplate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθωράκιστος — η, ο (Α ἀθωράκιστος, ον) [θωρακίζω] αυτός που δεν φοράει θώρακα, που δεν προστατεύεται από πανοπλία νεοελλ. αυτός που δεν έχει χαλύβδινη προστατευτική επένδυση, «πλοίο αθωράκιστο» … Dictionary of Greek
ἀθωρακίστως — ἀθωράκιστος without breastplate adverbial ἀθωράκιστος without breastplate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωράκιστον — ἀθωράκιστος without breastplate masc/fem acc sg ἀθωράκιστος without breastplate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωρακίστους — ἀθωράκιστος without breastplate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθωράκωτος — η, ο [θωρακωτός] (για πλοία) αυτός που δεν έχει χαλύβδινη προστατευτική επένδυση, βλ. αθωράκιστος … Dictionary of Greek
αθώρηκτος — (I) ἀθώρηκτος, ον (Α) [θωρήσσω (Ι)] ο χωρίς θώρακα, αθωράκιστος. (II) ἀθώρηκτος, ον (Α) [θωρήσσω (ΙΙ)] αυτός που δεν είναι πιωμένος, αμέθυστος, νηφάλιος … Dictionary of Greek
ακατάφρακτος — η, ο και ακατάφραχτος 1. εκείνος που δεν έχει περιφραχτεί, άφραχτος 2. που δεν έχει οχυρωθεί εντελώς, ο ανοχύρωτος, ο άθωράκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατάφρακτος < καταφράσσω] … Dictionary of Greek