-
1 αθυρόστομος
-
2 ἀθυρόστομος
-
3 ἀθυρόστομος
ἀθῠρό-στομος, ον,A = ἀθυρόγλωττος, ἀ. Ἀχώ ever-babbling Echo, S.Ph. 188 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθυρόστομος
-
4 αθυροστόμως
ἀθυρόστομοςever-babbling: adverbialἀθυρόστομοςever-babbling: masc /fem acc pl (doric) -
5 ἀθυροστόμως
ἀθυρόστομοςever-babbling: adverbialἀθυρόστομοςever-babbling: masc /fem acc pl (doric) -
6 αθυρόστομον
ἀθυρόστομοςever-babbling: masc /fem acc sgἀθυρόστομοςever-babbling: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀθυρόστομον
ἀθυρόστομοςever-babbling: masc /fem acc sgἀθυρόστομοςever-babbling: neut nom /voc /acc sg -
8 αθυροστόμους
-
9 ἀθυροστόμους
-
10 αθυροστόμων
-
11 ἀθυροστόμων
-
12 πολυλάλητος
A gloss on ἀθυρόστομος, Sch.S.Ph. 188.II often repeated, of a common epithet, Eust.861.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυλάλητος
См. также в других словарях:
ἀθυρόστομος — ever babbling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυρόστομος — η, ο (Α ἀθυρόστομος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν βάζει φραγμούς στη γλώσσα του, αδιάκριτος, υβριστής, βωμολόχος αρχ. αυτός που μιλά ακατάπαυστα, ο φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθυρος + στόμα. ΠΑΡ. αθυροστομία, αθυροστομώ] … Dictionary of Greek
αθυρόστομος — η, ο αυτός που δεν κρατά τη γλώσσα του, αναιδής, αυθάδης: Δε μου αρέσει η παρέα του, γιατί είναι φοβερά αθυρόστομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθυροστόμως — ἀθυρόστομος ever babbling adverbial ἀθυρόστομος ever babbling masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρόστομον — ἀθυρόστομος ever babbling masc/fem acc sg ἀθυρόστομος ever babbling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυροστόμους — ἀθυρόστομος ever babbling masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυροστόμων — ἀθυρόστομος ever babbling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυροστομώ — ( έω) [αθυρόστομος] είμαι αθυρόστομος … Dictionary of Greek
άθυρος — η, ο (AM ἄθυρος, ον) αυτός που δεν έχει θύρα, πόρτα, φραγμό, ο ανοιχτός αρχ. μτφ. ελεύθερος, ανεμπόδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θύρα. ΣΥΝΘ. αθυρόστομος, αρχ. ἀθυρόγλωττος] … Dictionary of Greek
αθυροστομία — η (Α ἀθυροστομία) [ἀθυρόστομος] νεοελλ. έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα, αδιακρισία, αυθάδεια, ξετσιπωσιά αρχ. ακράτεια τής γλώσσας, ακατάσχετη φλυαρία … Dictionary of Greek
αθυρόγλωττος — ἀθυρόγλωττος και σσος, ον (Α) αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, φλύαρος, αθυρόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθυρος* + γλῶττα ή γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀθυρογλωττία, ἀθυρογλωττῶ] … Dictionary of Greek