-
1 αθυρογλωττία
ἀθυρογλωττίᾱ, ἀθυρογλωττίαimpudent loquacity: fem nom /voc /acc dualἀθυρογλωττίᾱ, ἀθυρογλωττίαimpudent loquacity: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀθυρογλωττίᾱͅ, ἀθυρογλωττίαimpudent loquacity: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀθυρογλωττία
Βλ. λ. αθυρογλωττία -
3 ἀθυρογλωττίᾳ
Βλ. λ. αθυρογλωττία -
4 ἀθυρογλωττία
ἀθῠρο-γλωττία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθυρογλωττία
-
5 αθυρογλωττίας
ἀθυρογλωττίᾱς, ἀθυρογλωττίαimpudent loquacity: fem acc plἀθυρογλωττίᾱς, ἀθυρογλωττίαimpudent loquacity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀθυρογλωττίας
ἀθυρογλωττίᾱς, ἀθυρογλωττίαimpudent loquacity: fem acc plἀθυρογλωττίᾱς, ἀθυρογλωττίαimpudent loquacity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 αθυρογλωττίαν
-
8 ἀθυρογλωττίαν
-
9 αθυρογλωττίαις
-
10 ἀθυρογλωττίαις
-
11 ἀθυροστομία
ἀθῠρο-στομία, ἡ,A = ἀθυρογλωττία, Plu.2.11c, AP5.251 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθυροστομία
См. также в других словарях:
ἀθυρογλωττία — ἀθυρογλωττίᾱ , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem nom/voc/acc dual ἀθυρογλωττίᾱ , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρογλωττίᾳ — ἀθυρογλωττίᾱͅ , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυρογλωττία — ἀθυρογλωττία και σσία, η (Α) [ἀθυρόγλωττος, σσος] απερίσκεπτη φλυαρία, αθυροστομία … Dictionary of Greek
ἀθυρογλωττίας — ἀθυρογλωττίᾱς , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem acc pl ἀθυρογλωττίᾱς , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρογλωττίαν — ἀθυρογλωττίᾱν , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρογλωττίαις — ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυρόγλωττος — ἀθυρόγλωττος και σσος, ον (Α) αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, φλύαρος, αθυρόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθυρος* + γλῶττα ή γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀθυρογλωττία, ἀθυρογλωττῶ] … Dictionary of Greek