-
1 αθυμείτωσαν
-
2 ἀθυμείτωσαν
См. также в других словарях:
ἀθυμείτωσαν — ἀθῡμείτωσαν , ἀθυμέω to be disheartened pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αθυμείτωσαν
2 ἀθυμείτωσαν
ἀθυμείτωσαν — ἀθῡμείτωσαν , ἀθυμέω to be disheartened pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)