Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθρήνητος

См. также в других словарях:

  • ἀθρήνητος — unlamented masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθρήνητος — η, ο (Μ ἀθρήνητος, ον) [θρηνῶ] αυτός που δεν θρηνήθηκε από κανένα, αμοιρολόγητος, άκλαυτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θρηνήσει όσο τού αξίζει …   Dictionary of Greek

  • αθρήνητος — η, ο άκλαυτος, αμοιρολόγητος: Πέθανε στην ξενιτιά αθρήνητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθρήνητον — ἀθρήνητος unlamented masc/fem acc sg ἀθρήνητος unlamented neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθρηνήτους — ἀθρήνητος unlamented masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδακρυς — Αδάκρυτος, εκείνος που δεν δακρύζει ή και εκείνος που δεν προξενεί δάκρυα. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τις εκφράσεις ά. μάχη, ά. νίκη και ά. πόλεμος.Στην αρχή, οι εκφράσεις αυτές σήμαιναν ότι είχε επιτευχθεί η νίκη χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • άκλαυτος — η, ο (Α ἄκλαυτος, ον) και άκλαυστος 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος «τόν έθαψαν άκλαυτο» «νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ. 2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί «άκλαυτο παιδί» αρχ. «οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.… …   Dictionary of Greek

  • αβόητος — ἀβόητος, ον (AM) [βοῶ] μσν. αθόρυβος αρχ. αυτός που δεν τόν θρήνησαν γοερά, αθρήνητος, άκλαυτος …   Dictionary of Greek

  • αδάκρυτος — και στος, η, ο (Α ἀδάκρυτος, ον) 1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα 2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος 3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος 4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ …   Dictionary of Greek

  • αμοιρολόγητος — και λόητος, η, ο [μοιρολογώ] (για νεκρούς) αυτός που δεν τόν μοιρολόγησαν, δεν τόν θρήνησαν με μοιρολόγια, άκλαυτος, αθρήνητος …   Dictionary of Greek

  • ανοίμωκτος — ἀνοίμωκτος, ον (Α) [οιμωκτός] αθρήνητος, άκλαυτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»