-
1 αθρήνητον
-
2 ἀθρήνητον
-
3 ἀνοτότυκτον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοτότυκτον
См. также в других словарях:
ἀθρήνητον — ἀθρήνητος unlamented masc/fem acc sg ἀθρήνητος unlamented neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)