Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀθροίσματος

См. также в других словарях:

  • ἀθροίσματος — ἄθροισμα that which is gathered neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράγοντας και κοινός παράγοντας — (Μαθημ.). Οποιοιδήποτε αριθμοί, όταν συνδέονται μεταξύ τους με την πράξη του πολλαπλασιασμού, είναι οι παράγοντες του γινομένου τους. Ο πολλαπλασιασμός τελείται μεταξύ παραγόντων και έτσι η έννοια π. είναι σύμφυτη με την πράξη αυτή. Κάθε γινόμενο …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… …   Dictionary of Greek

  • έλμινθες — (helminthes). Γένος σκουληκιών, του αθροίσματος των νηματωδών, της οικογένειας των ασκαριδών. Στο γένος αυτό ανήκουν πολυάριθμα είδη, που ζουν παρασιτικά στα έντερα του ανθρώπου ή διαφόρων ζώων. Οι έ. προκαλούν την πάθηση του πεπτικού σωλήνα που… …   Dictionary of Greek

  • γραμμιστής — (grammistes).Γένος ψαριών του αθροίσματος των ακανθοπτερυγίων, της οικογένειας των περκιδών. Τα ψάρια αυτά έχουν πλατύ και μάλλον κοντό σώμα, μεγάλο στόμα, ανεπτυγμένα στηθιαία πτερύγια και ουρά στρογγυλή. Ζουν στις θερμές θάλασσες και το… …   Dictionary of Greek

  • γυπάετος — (gypaetus).Γένος πτηνών του αθροίσματος των αρπακτικών, της οικογένειας των ιερακοειδών ή ιερακιδών. Τα πουλιά αυτά έχουν εύρωστο σώμα, ισχυρό και αγκιστροειδές στην άκρη του ράμφος και μακριές φτερούγες. Στο γένος αυτό ανήκει μόνο ένα είδος, ο γ …   Dictionary of Greek

  • δευτερομύκητες — Μύκητες των οποίων είναι γνωστή μόνο η αγενής αναπαραγωγή, δηλαδή το ατελές στάδιο, γι’ αυτό ονομάζονται και ατελείς μύκητες. Αυτό σημαίνει ότι είτε οι μύκητες αυτοί έχουν χάσει την ικανότητα εγγενούς αναπαραγωγής είτε απλώς δεν έχει παρατηρηθεί… …   Dictionary of Greek

  • διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… …   Dictionary of Greek

  • κανθάριον — το (Α κανθάριον) νεοελλ. βοτ. γένος φαγώσιμων μανιταριών τού αθροίσματος αγαρικώδη αρχ. (υποκορ. τού κάνθαρος*) μικρό ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + υποκορ. κατάλ. ιον, (πρβλ. καλάμ ιον, πόδ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»