-
1 ἀθροότης
ἀθροότης, ἡ, Gesammtheit, D. L. 10, 106.
-
2 αθροοτης
-
3 ἀθροότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθροότης
-
4 ἀθροότης
ἀθροότης, Gesammtheit. -
5 αθροότητα
-
6 ἀθροότητα
-
7 αθροότητες
-
8 ἀθροότητες
-
9 αθροότητι
-
10 ἀθροότητι
-
11 αθροότητος
-
12 ἁθροότητος
См. также в других словарях:
αθροότης — ἀθροότης ( ότητος), η (Α) [ἀθρόος] ολότητα, σύνολο, πλήθος … Dictionary of Greek
ἀθροότητα — ἀθροότης a being massed together fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροότητες — ἀθροότης a being massed together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροότητι — ἀθροότης a being massed together fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς … Dictionary of Greek
ἁθροότητος — ἀθροότητος , ἀθροότης a being massed together fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)