Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθροότης

См. также в других словарях:

  • αθροότης — ἀθροότης ( ότητος), η (Α) [ἀθρόος] ολότητα, σύνολο, πλήθος …   Dictionary of Greek

  • ἀθροότητα — ἀθροότης a being massed together fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροότητες — ἀθροότης a being massed together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροότητι — ἀθροότης a being massed together fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς …   Dictionary of Greek

  • ἁθροότητος — ἀθροότητος , ἀθροότης a being massed together fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»