Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθροιστικοῦ

См. также в других словарях:

  • ἀθροιστικοῦ — ἀθροιστικός given to accumulation masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»