-
1 αθροιστικαί
-
2 ἀθροιστικαί
См. также в других словарях:
ἀθροιστικαί — ἀθροιστικός given to accumulation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… … Dictionary of Greek