Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθροιστικαί

См. также в других словарях:

  • ἀθροιστικαί — ἀθροιστικός given to accumulation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»