-
1 ἀθροισμός
ἀθροισμός, ὁ, Versammlung, ἐν τοῖς ὅπλοις Pol. 4, 22, 10; Anhäufung, Theophr.
-
2 ἀθροισμός
ἀθροισμός, Versammlung; Anhäufung. -
3 συν-αθροισμός
συν-αθροισμός, ὁ, = συνάϑροισις, S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
αθροισμός — ἀθροισμός, ο (Α) [ἀθροίζω] η άθροιση* … Dictionary of Greek
ἀθροισμός — condensation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμοῖς — ἀθροισμός condensation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμοί — ἀθροισμός condensation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμοῦ — ἀθροισμός condensation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμῷ — ἀθροισμός condensation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμόν — ἀθροισμός condensation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμῶι — ἀθροισμῷ , ἀθροισμός condensation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθροισμούς — ἀθροισμούς , ἀθροισμός condensation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθροισμόν — ἀθροισμόν , ἀθροισμός condensation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)