-
1 αθροισμοί
-
2 ἀθροισμοί
См. также в других словарях:
ἀθροισμοί — ἀθροισμός condensation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αθροισμοί
2 ἀθροισμοί
ἀθροισμοί — ἀθροισμός condensation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)