-
1 ἀθροίσιμος
ἀθροίσιμος ἡμέρα, Versammlungstag, Sp.
-
2 ἀθροίσιμος
ἀθροίσιμος, Versammlungstag.
См. также в других словарях:
αθροίσιμος — η, ο (Α ἀθροίσιμος, ον) [άθροιση] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αθροιστεί, να προστεθεί αρχ. αυτός που αναφέρεται στην άθροιση Ιδιαίτερα στη φρ. «ἀθροίσιμος ἡμέρα», ημέρα κατά την οποία οι πιστοί συγκεντρώνονται στην εκκλησία … Dictionary of Greek
αθροίσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να προστεθεί: Τα ομοειδή ποσά είναι αθροίσιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άθροιση — η (Α ἄθροισις και ἅθροισις) νεοελλ. πρόσθεση αρχ. συνάθροιση, συγκέντρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθροίζω (ή ἁθροίζω). ΠΑΡ. αθροίσιμος] … Dictionary of Greek