-
1 ἀθλο-φόρος
ἀθλο-φόρος, = ἀεϑλοφόρος, den Kampfpreis davontragend, erringend, Hom. Iliad. 11, 699 τέσσαρςς ἀϑλοφόροι ἵπποι, 9, 124. 266 δώδεκα δ' ἵππους πηγοὺς ἀϑλοφόρους, οἳ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο; – ἄνδρες Pind. Ol. 7, 7 u. Sp. D.; νίκη Mel. 123 (VII, 428).
-
2 ἀθλοφόρος
ἀθλο-φόρος, den Kampfpreis davontragend, erringend.
См. также в других словарях:
κρατηροφόρος — κρατηροφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει κρατήρα, αυτός που κρατά κρατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρ + φόρος (< φέρω), πρβλ. αθλο φόρος, ζωο φόρος] … Dictionary of Greek